αγγουριά

αγγουριά
(cucumis sativus).Μονοετές ποώδες φυτό, που αριθμεί πολλά είδη με κυριότερα, εκτός από την α., την κόκκινη κολοκυθιά, τη φασολιά και τη φλασκιά. Ο βλαστός του φυτού α. είναι σαρκώδης και δεν μπορεί να στηριχτεί μόνος του, γι’ αυτό αναρριχάται πάνω σε άλλα φυτά ή στηρίγματα, που συναντά. Επάνω σε αυτά συγκρατείται με μικρές έλικες με τις οποίες υποστηρίζεται. Οι ρίζες δεν εισχωρούν κατά βάθος αλλά μόνο πλαγίως, γι’ αυτό δυσκολεύονται να βρουν υγρασία. Επειδή όμως τα φύλλα της είναι μεγάλα και το φυτό διαπνέει πολύ, η α. δεν αντέχει πολύ στην ξηρασία. Είναι φυτό μόνοικο με άνθη δίκλινα. Τα αρσενικά και τα θηλυκά άνθη έχουν 5 σέπαλα και 5 πέταλα ενωμένα με χρώμα κίτρινο. Οι καρποί της έχουν σχήμα μακρόστενο, κυλινδρικό με φλούδα μικρού πάχους, σάρκα άσπρη και περιέχουν πολλά σπέρματα. Καλλιεργείται για τους καρπούς της που τρώγονται αλατισμένοι χωρίς τις φλούδες ή σε σαλάτα. Τα μικρά α. γίνονται τουρσί. Ο καρπός του φυτού α. λέγεται σε μερικές περιοχές της Ελλάδας και δροσίτης, δροσερό και αντσούρι. Έχει καταπραϋντικές ιδιότητες και μαλακώνει επίσης το δέρμα. Ο χυμός του, γνωστός ως αγγουρόνερο, χρησιμοποιείται για την παρασκευή του αγγουρόγαλου και διαφόρων αλοιφών, που χρησιμοποιούνται στη δερματολογία και στη βιομηχανία καλλυντικών. Στο γένος της α. συγκαταλέγεται και η καρπουζιά, φυτό που καλλιεργείται πολύ και στην Ελλάδα. αγριαγγουριά.Κοινή ονομασία του φυτού εκβάλλιο το ελατήριο (ecballium elaterium),της οικογένειας των κολοκυνθιδών. Είναι πολυετής πόα, με βλαστό που έρπει, σαρκώδη, αδρότριχο, και έχει φύλλα σε σχήμα καρδιάς, τριγωνικά και τριχωτά από την κάτω πλευρά. Τα άνθη της είναι κίτρινα και o καρπός της ωοειδής ή κυλινδρικός, πράσινος, μήκους 3-5 εκ. Είναι είδος κοινό της ελληνικής χλωρίδας σε καλλιεργούμενους και χέρσους τόπους. Ο ώριμος καρπός τινάζει τα σπέρματά του, σαν ελατήριο, με το ελαφρύτερο άγγιγμα. Φυτό τοξικό, περιέχει τη δηλητηριώδη ουσία ελατηρίνη και έχει ισχυρές καθαρτικές ιδιότητες. Η αγγουριά, φυτό της οικογένειας των κου-κουρβιτιδώv. Τομή άνθους και κάλυκα αγγουριάς.
* * *
η [αγγούρι] Βοτ.
φυτό ποώδες, ετήσιο, που καλλιεργείται για τους άγουρους καρπούς του, τα αγγούρια.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • αγγουριά — η το φυτό που κάνει τα αγγούρια …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αγγούρια της θάλασσας — Κοινή ονομασία πολλών ειδών ολοθουρίων. Ανήκουν στα θαλάσσια εχινόδερμα που είναι γνωστά με την επιστημονική ονομασία ολοθουρία και χαρακτηρίζονται από την έλλειψη μασητικών οργάνων …   Dictionary of Greek

  • αγγούρι — το [Μ ἀγγούριον και ἀγγούρι(ν)] ο καρπός τής αγγουριάς* νεοελλ. μεγάλη δυσκολία ή εμπόδιο σε φράσεις όπως «τά βρήκε αγγούρια», «εδώ είναι τ αγγούρι». [ΕΤΥΜΟΛ. < μσν. ουσ. ἀγγούριν < ἀγγούριον, υποκορ. τού ἄγουρος. ΠΑΡ. αγγουράκι, αγγουρίλα …   Dictionary of Greek

  • αγγουροφάγος — ο 1. αυτός που τρώει αγγούρια κατά κόρον 2. σκουλήκι που τρώει τη ρίζα τής αγγουριάς. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγούρι + φάγος < έφαγα, αόριστος τού ρ. τρώγω] …   Dictionary of Greek

  • ηδύγαιος — ἡδύγαιος, ον (Α) 1. αυτός που έχει καλή γη, καλό χώμα ή παράγεται από καλή γη 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἡδύγαιον το φυτό σικυός ή σίκυος*, κν. αγγουριά, και ο καρπός του, κν. αγγούρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηδυ * + γαία «γη». Το α΄ συνθετικό ηδυ απαντά σε… …   Dictionary of Greek

  • κλαδοσπορίωση — Ασθένεια των φυτών που προκαλείται από τους μύκητες του γένους κλαδοσπόριο. Χαρακτηρίζεται από την εμφάνιση κηλίδων στα εναέρια όργανα του φυτού, που συνοδεύονται από μούχλα με χρώμα λαδιού. Οι κ. εμφανίζονται κυρίως στα μπιζέλια, στα πεπόνια,… …   Dictionary of Greek

  • λαχανοκομία — Κλάδος της κηποκομίας με αντικείμενο την καλλιέργεια εδώδιμων ποωδών φυτών (λαχανικών). Παλαιότερα, η παραδοσιακή κηπευτική καλλιέργεια λαχανικών περιοριζόταν σε μικρά τεμάχια γης, τους λαχανόκηπους, εμφανίζοντας οικογενειακές συνθήκες… …   Dictionary of Greek

  • ολοθουρία — (holothurius). θαλάσσιο εχινόδερμα της τάξης των ασπιδοχειρωτών της ομοταξίας των ολοθουροειδών. Με το κυλινδρικό σχήμα του σώματος και το ατρακτοειδές σχήμα των άκρων τους, πολλά είδη ο. ονομάζονται συνήθως αγγούρια της θάλασσας. Εξωτερικά, η ο …   Dictionary of Greek

  • ολοθουροειδή — (holothuridae). Ομοταξία εχινόδερμων θαλάσσιων ζώων, που περιλαμβάνει τις τάξεις των ασπιδοχείρων, των δενδροχείρων, των μολπαδωτών και των ελασιπόδων. Τυπικός εκπρόσωπος όλων των ο. είναι το γένος ολοθουρία. * * * τα ζωολ. ομοταξία εχινοδέρμων… …   Dictionary of Greek

  • πίκλα — η, Ν συν. στον πληθ. οι πίκλες λαχανικά, κυρίως μικρά αγγούρια, πιπεριές, κομμάτια κουνουπιδιού κ.ά., που τοποθετούνται φρέσκα και διατηρούνται σε διάλυμα με ξίδι και αλατόνερο. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. pickle, πιθ. < μσν. γερμ. pekel/peekel που… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”